το λίπασμα
1λίπασμα — a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc sg …
2λίπασμα — το (Α λίπασμα) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα») 2. φρ …
3λίπασμα — το, ατος φυσική ή τεχνητή ουσία που βοηθάει στην ανάπτυξη των φυτών: Η κοπριά είναι ζωικό λίπασμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4λιπασμάτων — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen pl …
5λιπάσμασι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl …
6λιπάσμασιν — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl …
7λιπάσματα — λίπασμα a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc pl …
8λιπάσματι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat sg …
9λιπάσματος — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen sg …
10κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …