το κουκούτσι
1κουκούτσι — και κουκκούτσι, το (Μ κουκούτσι[ν]) 1. το σπέρμα τών πυρηνόκαρπων δέντρων και τών σταφυλιών 2. ο σκληρός πυρήνας, ο σπόρος οποιουδήποτε καρπού 3. ελάχιστη ποσότητα, μόριο, ίχνος («δεν έχει μυαλό κουκούτσι» είναι βλά κας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …
2κουκούτσι — το 1. το σκληρό σπέρμα των καρπών. 2. ελάχιστη ποσότητα, ίχνος: Κουκούτσι μυαλό δεν έχει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ακούκουτσος — η, ο [κουκούτσι] (για καρπούς) 1. αυτός που δεν έχει κουκούτσι 2. (για πουλιά) ο παχύς «κοτσύφι ακούκουτσο» 3. (για ανθρώπους) ο πάμφτωχος «είναι ακούκουτσος» …
4ενδοκάρπιο — Το εσωτερικό μέρος του περικάρπιου των καρπών, που αποτελεί τον πυρήνα (κουκούτσι). Μπορεί να είναι λεπτό και υμενώδες (όπως στον αρακά και στο φασόλι), ή παχύ και ξυλώδες (όπως το κουκούτσι του κερασιού, του δαμάσκηνου κ.ά.). * * * το το… …
5καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… …
6κόκαλος — και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος) νεοελλ. 1. κόκαλο 2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι νεοελλ. μσν. ισχίο αρχ. 1. το κουκούτσι τού κουκουναριού 2. το κουκουνάρι 3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα… …
7κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …
8λιοκούκουτσο — και λιοκούκουδο, το το κουκούτσι τής ελιάς, ο ελαιοπυρήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + κουκούτσι / κούκουδο] …
9ξεκουκουτσιάζω — βγάζω το κουκούτσι από τον καρπό φυτού, ξεκουκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουκούτσι] …
10αδροπύρηνος — η, ο (για καρπούς) αυτός που έχει σκληρό, χοντρό πυρήνα, κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + πυρήνας] …