το κομφόρ
1κομφόρ — το συν. στον πληθ. τα κομφόρ ανέσεις, ευκολίες, βολές («σπίτι με όλα τα κομφόρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. confort < ρ. conforter < λατ. conforto, «ενισχύω»] …
2κομφόρ — τα (λ. γαλλ.), ανέσεις, ευκολίες: Έφτιαξε σπίτι με όλα τα κομφόρ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)