το κατάστρωμα
1κατάστρωμα — that which is spread upon neut nom/voc/acc sg …
2κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… …
3κατάστρωμα — το, ατος δάπεδο με το οποίο καλύπτεται το κύτος του πλοίου: Κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καταστρωμάτων — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen pl …
5καταστρώμασι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl …
6καταστρώμασιν — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl …
7καταστρώματα — κατάστρωμα that which is spread upon neut nom/voc/acc pl …
8καταστρώματι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat sg …
9καταστρώματος — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen sg …
10πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …