το κανόνι
51Καμπανέλλης, Ιάκωβος — (Νάξος 1922 –). Θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, ποιητής και ακαδημαϊκός. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (1941 44) και συνελήφθη από τους ναζί, οι οποίοι τον οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν (1943 45). Αυτές οι εμπειρίες… …
52Κοντού, Μάρω — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στην σχολή χορού Κούλας Πράτσικα και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1954, στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου Χαρούμενο Ξεκίνημα. Έκτοτε συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες, αρκετές από αυτές στο πλευρό του… …
53Μουσείο Ύδρας — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ύδρας στεγάζεται από το 1996 σε ένα νεόδμητο και απόλυτα εναρμονισμένο με το περιβάλλον κτίριο, το οποίο χτίστηκε στη θέση ενός παλιότερου, που στέγαζε μέχρι το 1972 μαζί με το μουσείο και το ιστορικό αρχείο του …
54Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… …
55μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …
56καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα: Εκτός από ένα κανόνι που είχαμε, όλοι οι άλλοι ήμασταν καραμπινιέροι. 2. αυτός που ανήκει στο σώμα της ιταλικής αστυνομίας: Τον συνέλαβαν στην Πίζα οι καραμπινιέροι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57λουμπάρδα — η (λ. ισπαν.), το κανόνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58πυροβόλο — το 1. όνομα των όπλων που λειτουργούν με εσωτερική καύση πυρίτιδας. 2. βαρύ, μη φορητό όπλο, αλλ. τηλεβόλο, κανόνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)