το καζάνι
41άμβυκας — ο μεγάλο καζάνι που χρησιμοποιείται για την απόσταξη υγρών (οινοπνεύματος κτλ.), λαμπίκος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42ακαζάνιαστος — η, ο αυτός που δεν μπήκε στο καζάνι: Είχε ακόμη ακαζάνιαστα αρκετά τσίπουρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43ανακοχλάζω — ασα, βράζω με δύναμη: Αρκετή ώρα το νερό στο καζάνι ανακοχλάζει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44ατμολέβητας — ο λέβητας (καζάνι) ατμομηχανής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46καζανιάζω — ιασα, ιάστηκα, καζανιασμένος, μτβ., βάζω κάτι στο καζάνι για βράση ή απόσταξη: Καζανιάσαμε τα τσίπουρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47κακάβι — το 1. χύτρα, λεβέτι, καζάνι. 2. ονομασία της πέρδικας (εξαιτίας των φθόγγων του κελαηδήματός της) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
48λέβητας — ο καζάνι, συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα και παράγει ενέργεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
49λεβέτι — το ιού, μεγάλο καζάνι: Έβρασε νερό μέσα στο λεβέτι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50παλάβρας — ο ο μωρόλογος, ο καυχησιάρης, ο φλύαρος (βλ. παλαβός): Ακούγαμε τόση ώρα τον παλάβρα και μας έκανε καζάνι το κεφάλι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)