το καζάνι

  • 21πισσέψης — ο, Ν ναυτ. μικρό χάλκινο καζάνι με τρία πόδια στο οποίο τήκεται η πίσσα για το καλαφάτισμα τών ξύλινων πλοίων και την επάλειψη τών υφάλων τους, αλλ. ποδοχάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἔψω «βράζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… …

    Dictionary of Greek

  • 22ρακοκάζανο — το, Ν καζάνι απόσταξης ρακής ή και άλλων οινοπνευματωδών …

    Dictionary of Greek

  • 23σίττυβος — ὁ, Α χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, είδος χύτρας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σίττυβα* (ἡ)] …

    Dictionary of Greek

  • 24τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …

    Dictionary of Greek

  • 25τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …

    Dictionary of Greek

  • 26φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… …

    Dictionary of Greek

  • 27χαρανί — το, Ν άκλ. ρηχό και πλατύ καζάνι, λεβέτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hereni] …

    Dictionary of Greek

  • 28όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… …

    Dictionary of Greek

  • 29απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …

    Dictionary of Greek

  • 30Δημώνασσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Αμφιάραου και της Εριφίλης, σύζυγος του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, και μητέρα του Τισσαμενού. Γίνεται λόγος γι’ αυτήν στο έπος Θηβαΐς. Η μορφή της βρίσκεται στην ανάγλυφη παράσταση …

    Dictionary of Greek