το εύρημα
1εὕρημα — invention neut nom/voc/acc sg …
2εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… …
3εύρημα — το, ατος 1. ό,τι βρίσκει κανείς. 2. μτφ., ανέλπιστο αγαθό, εξαιρετικό απόκτημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὕρημ' — εὕρημα , εὕρημα invention neut nom/voc/acc sg εὕρημαι , εὑρίσκω find perf ind mp 1st sg …
5εὑρημάτων — εὕρημα invention neut gen pl …
6εὑρήμασι — εὕρημα invention neut dat pl …
7εὑρήμασιν — εὕρημα invention neut dat pl …
8εὑρήματα — εὕρημα invention neut nom/voc/acc pl …
9εὑρήματι — εὕρημα invention neut dat sg …
10εὑρήματος — εὕρημα invention neut gen sg …