το επανωφόρι
1επανωφόρι(ον) — και πανωφόρι, το (Μ ἐπανωφόρι[ο]ν) ρούχο ανδρικό ή γυναικείο με μανίκια, που φοριέται πάνω από όλα τα άλλα ρούχα για προφύλαξη από το κρύο, ο επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επάνω + φόρ (< φέρω) + ιον] …
2ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …
3αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …
4επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …
5εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… …
6κοσύμβη — και κοσσύμβη, ἡ (Α) 1. κρωβύλος 2. δασύμαλλο ποιμενικό επανωφόρι 3. κράσπεδο φορέματος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀνάδεσμα, ἐγκόμβωμα, περίζωμα Αἰγύπτιον, ὅπερ αἱ Κρῆσσαι φοροῡσιν ὅμοιον ἀσπιδίσκω» 5. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «ἐξωμίς χιτὼν ἅμα τε καὶ… …
7μαντέλλο(ν) — και μανδέλλο(ν), τὸ (Μ) μανδύας, επανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mantello] …
8μπουφάν — το κοντό ώς τη μέση επανωφόρι από χοντρό, συνθετικό ιδίως, ύφασμα ή από δέρμα, που κλείνει συνήθως με φερμουάρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouffant, μτχ. τού ρ. bouffer «φυσώ, φουσκώνω»] …
9ντολαμάς — και ντουλαμάς και δουλαμάς, ο ένδυμα μακρύ και ανοιχτό στο μπροστινό μέρος που δένεται με ζώνη και το οποίο χρησιμεύει ως επανωφόρι τής στολής φουστανελοφόρου και ως επιχιτώνιο ευζώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolama. Βλ. και ντολμάν] …
10πανωφόρι — το ρούχο ανδρικό ή γυναικείο με μανίκια, που φοριέται πάνω από όλα τα άλλα ρούχα για προφύλαξη από το κρύο, ο επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανωφόρι(ον) με σίγηση τού αρκτικού ε ] …
- 1
- 2