το απομεινάρι
11κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …
12λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… …
13ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… …
14παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …
15παράλειμμα — τὸ, Α [παραλείπω] ό,τι υπολείπεται, το απομεινάρι …
16περίλειμμα — τό, Α [περιλείπομαι] κατάλοιπο, απομεινάρι …
17ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …
18ράκωμα — ώματος, τὸ, Α κουρελάκι, μικρό απομεινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφατικός τ. < ῥάκος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος)] …
19σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… …
20σώσμα — (I) τὸ, Μ [σῴζω] 1. ανάρρωση, απαλλαγή από ασθένεια 2. σωτηρία από αμαρτία. (II) το, Ν [σώνω (Ι)] απομεινάρι, η τελευταία ποσότητα τού κρασιού από το βαρέλι …