το αίσθημα

  • 71σαντιμανταλισμός — Φιλολογικό και καλλιτεχνικό ρεύμα που εκδηλώθηκε το 18o αι. στην Ευρώπη, κυρίως στη Δύση και στη Ρωσία. Η λέξη προέρχεται από την αγγλική sentimental (= αισθηματικός) ή από τη γαλλική sentiment (= αίσθημα). Ο σ. ήταν αποτέλεσμα της κρίσης του… …

    Dictionary of Greek

  • 72Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …

    Dictionary of Greek

  • 73Τοπέλιους, Ζαχαρίας — (Topelius, 1818 – 1898). Φιλανδός ποιητής και συγγραφέας, ο οποίος έγραψε στη σουηδική γλώσσα. Διετέλεσε δημοσιογράφος και αργότερα καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Χέλσιγκφορς. Θεωρείται γενικά ο μεγαλύτερος ποιητής της Φιλανδίας μετά …

    Dictionary of Greek

  • 74Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …

    Dictionary of Greek

  • 75αυτί — αυτί, το και αφτί, το 1. το αισθητήριο της ακοής: Από χτες βουίζουν τ αυτιά μου. 2. το αίσθημα της ακοής: Έχει καλό αυτί. 3. μουσικό αίσθημα: Παίζει με τ αυτί (παίζει εμπειρικά). 4. λαβή δοχείου ή άλλου αντικειμένου: Έπιασε το πιθάρι από τ αυτιά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 76Эстетика — (др. греч. αἰσθητικός  «чувствующий, чувственный», от αἴσθημα  «чувство, чувственное восприятие»)  философское учение о сущности и формах прекрасного в художественном творчестве, в природе и в жизни, об искусстве как особой форме… …

    Википедия

  • 77-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 78-αγα — ρηματική κατάληξη παρατατικού συνηρημένων ρημάτων, π.χ. νικώ νίκαγα, πουλώ πούλαγα, τραγουδώ τραγούδαγα κ.ά. Η κατάληξη προήλθε από τον μεταπλασμό τής καταλήξεως ει τού πρτ. τών συνηρ. ρημάτων (εθώρ ει) σε ειε (εθώρ ειε), επειδή η κατάληξη ε ήταν …

    Dictionary of Greek

  • 79-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… …

    Dictionary of Greek

  • 80Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek