το αίσθημα

  • 61γρίππη — Οξεία λοιμώδης νόσος του αναπνευστικού συστήματος με γενικευμένα σωματικά συμπτώματα που προκαλείται από τύπους του ίδιου ιού. Μεταδίδεται πολύ εύκολα και συχνά προκαλεί μικρές εποχικές χειμερινές επιδημίες, σπανιότερα μεγάλες επιδημίες και… …

    Dictionary of Greek

  • 62Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ελσχάιμερ, Άνταμ — (Adam Elsheimer, Φρανκφούρτη 1578 – Ρώμη 1610;). Γερμανός ζωγράφος. Σχετικά με την πορεία του προς την κατάκτηση προσωπικού ύφους, στη διάρκεια της σύντομης καλλιτεχνικής ζωής του, δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η… …

    Dictionary of Greek

  • 64εξάντληση, νευρική — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο αίσθημα καταβολής των δυνάμεων και ευερεθιστότητα. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ενοχλήσεων είναι ότι απουσιάζουν οι οργανικές αλλοιώσεις ή είναι πολύ ελαφρές για να δικαιολογήσουν τα δυσάρεστα… …

    Dictionary of Greek

  • 65Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 66Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… …

    Dictionary of Greek

  • 67καρδιοπαλμός — Ο παλμός της καρδιάς. Αίσθημα των κ. ονομάζεται η αντίληψη από το ίδιο το άτομο των παλμών της καρδιάς του που συνοδεύεται από ένα ξεχωριστό ενοχλητικό αίσθημα· μπορεί να συμβεί λόγω συγκινησιακών αιτίων, καρδιακών διαταραχών λειτουργικού ή… …

    Dictionary of Greek

  • 68Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… …

    Dictionary of Greek

  • 69Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …

    Dictionary of Greek

  • 70Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …

    Dictionary of Greek