το αίσθημα

  • 121αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση …

    Dictionary of Greek

  • 122αφυπνίζω — (AM ἀφυπνίζω) [υπνίζω] ξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσει νεοελλ. ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω …

    Dictionary of Greek

  • 123βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …

    Dictionary of Greek

  • 124βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… …

    Dictionary of Greek

  • 125βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …

    Dictionary of Greek

  • 126βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …

    Dictionary of Greek

  • 127γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… …

    Dictionary of Greek

  • 128γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… …

    Dictionary of Greek