το αίσθημα

  • 101αισθηματοποιώ — μεταβάλλω σε αίσθημα, φέρνω ολοζώντανο εμπρός μου (στίχ. «κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο για μένα» Καβάφης: Στον ίδιο χώρο) …

    Dictionary of Greek

  • 102αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …

    Dictionary of Greek

  • 103αιστάνομαι — αίστημα, αίστηση, κ.λπ. βλ. αισθάνομαι*, αίσθημα*, αίσθηση* κ.λπ …

    Dictionary of Greek

  • 104ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …

    Dictionary of Greek

  • 105αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 106αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… …

    Dictionary of Greek

  • 107ανακαούρα — η αίσθημα φλογώσεως στον λάρυγγα, που οφείλεται σε πάθηση τού στομάχου ή σε πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καούρα] …

    Dictionary of Greek

  • 108αναλίγωμα — το [αναλιγώνω] 1. η μεταβολή στερεής λιπαρής ουσίας σε υγρή, λόγω θερμότητας, τήξη, λειώσιμο 2. αίσθημα παροδικής εξασθένησης τών σωματικών δυνάμεων, που προκαλείται από πείνα, ηδονή κ.ά., ζαλάδα, λίγωμα …

    Dictionary of Greek

  • 109αναλυγγιάζω — 1. κλαίω με λυγμούς 2. έχω δυσάρεστο αίσθημα στον οισοφάγο που προέρχεται από λιπαρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγιάζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] …

    Dictionary of Greek

  • 110αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… …

    Dictionary of Greek