τοῦ ὑποδήματος
1Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …
2πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …
3καύκαλο — το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον) νεοελλ. το όστρακο τής χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι νεοελλ. μσν. κεφάλι, κρανίο μσν. 1. το άτομο 2. το ξεροψημένο πάνω μέρος τής πίτας ή τού ψωμιού 3. το πάνω μέρος τού υποδήματος που… …
4υποδετήριο — το, Ν 1. μετάλλινο ή ξύλινο όργανο, με το οποίο φοράει κανείς πιο εύκολα τα παπούτσια του, κόκαλο 2. λωρίδα από δέρμα ή πανί εφαρμοσμένη στο πίσω τμήμα τού υποδήματος για την υποβοήθηση τής εισαγωγής τού ποδιού σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδένω +… …
5σφηνίσκος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ζωολ. γένος πιγκουίνων τής τάξης απτηνοδυτόμορφα μσν. αρχ. υποκορ. τού σφήν αρχ. 1. επίδεσμος με σφηνοειδές σχήμα («και ξύσαντες τὸ ὀστέον, σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῡμεν τοῑς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.) 2. σφηνοειδές κόσμημα τού… …
6φιλετάκι — το, Ν [φιλέτο] 1. υποκορ. τ. τού φιλέτο 2. κομμάτι δέρματος που καλύπτει την πίσω ραφή τού υποδήματος …
7κορδέλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κορδελιάζω, γάζωμα με τη μηχανή των δερμάτινων τεμαχίων του υποδήματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8обоувьныи — (2*) пр. Относящийся к обѹвь в 1 знач.: гладъ же и жаданиѥ. худость ризна˫а и ѡбувна˫а. (τοῦ ὑποδήματος) ФСт XIV, 91б; и жажа досажень˫а. и поругани˫а ѹничьженiѧ ѡсужени˫а худости ризны˫а. ѡбувны˫а (ἐν ὑποδήματα) Там же, 160г …
9MULTIFORMIS Calceus — dicitur Tertulliano l. de velandis Virgin. c. 12. is, qui dispunctionibus incisurisque varie ac artificiose distinctus erat: quod genus, Epicteti in Enchiridio testimoniô, auratis et purpureis antistabat: Sic enim illc, ἐπὶ τοῦ ὑποδήματος ἐὰν… …
10βάρδουλο — το λουρίδα δέρματος γύρω στο πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …