τοῦ ὑποδήματος

  • 41ρωθώνιον — τὸ, Μ [ῥώθων, ωνος] 1. (ως υποκορ. τού ῥώθων) ράμφος πτηνού 2. μτφ. η μύτη υποδήματος …

    Dictionary of Greek

  • 42στρικτός — ή, όν, Α 1. ισχνός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρικτόν (στους Ρωμαίους) είδος στενού υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. strictus, a, um, μτχ. τού ρ. stringo «πιέζω, σφίγγω, στενεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 43συκχίς — και συγχίς, ἡ, Α είδος φρυγικού υποδήματος ή κάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, η οποία, κατά μια άποψη, συνδέεται με το αβεστ. haxa «πέλμα». Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από γλώσσα τής περιοχής τού Καυκάσου] …

    Dictionary of Greek

  • 44ταυρίνη — (I) και ταυρείνη, ἡ, Μ, και μόνον στον πληθ. ταυρεῑναι, αἱ, Α είδος υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taurina (< taurus «ταύρος»)]. (II) η, Ν (βιοχ.) μη καρβοξυλικό αμινοξύ το οποίο προέρχεται από το κυστεϊνικό οξύ και τού οποίου η λειτουργία… …

    Dictionary of Greek

  • 45τσαρούχι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρακότρυπας. * * * το, Ν 1. είδος ελαφρού και χαμηλού υποδήματος, από ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο δέρμα, το οποίο φορούσαν παλαιότερα οι χωρικοί 2. το ειδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 46υποδημάτων — και ὑποδεμάτιον, τὸ, Α [ὑπόδημα, ὑποδήματος] υποκορ. τού υπόδημα …

    Dictionary of Greek

  • 47φαικάσιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τ. τού φαικάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα ά σιον (πρβλ. γυμν άσιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 48φιλέτο — το, Ν 1. το κρέας τής νεφρικής χώρας τών σφαγίων, ψαρονέφρι 2. πρόσθετο λεπτό περίγραμμα ενδύματος ή υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filetto, υποκορ. τού filo «νημα»] …

    Dictionary of Greek

  • 49χειρόκτιο — το / χειρόρτιον, ΝΜ, και χερόκτι και χειρόχτι Ν, και χερόρτι Μ προστατευτικό ή καλλωπιστικό περίβλημα τού χεριού, κατασκευασμένο από δέρμα ή ύφασμα, γάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. χειρόρτιον < χειρ(ο) * + ἀρτάριον «είδος υποδήματος» (πρβλ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 50ψιττάκεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ὑποδήματος γυναικείου». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψιττάκια (τὰ)] …

    Dictionary of Greek