τοῦ ὑποδήματος

  • 21ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …

    Dictionary of Greek

  • 22βασιλίσκος — (basiliscus). Ερπετό της οικογένειας των ιγουανιδών, της τάξης των λεπιδωτών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Σαυροειδές με ατρακτοειδές σώμα, έχει συνολικό μήκος 70 80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3… …

    Dictionary of Greek

  • 23κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …

    Dictionary of Greek

  • 24ξυρίς — ξυρίς, ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α) 1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι 2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες καμπάγια,… …

    Dictionary of Greek

  • 25τιράντα — και ράντα, η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι τιράντες α) λωρίδες από ελαστικό, συνήθως, ύφασμα που περνούν πάνω από τους ώμους και συγκρατούν το παντελόνι β) λωρίδες από ύφασμα που ενώνουν το μπροστινό με το πίσω μέρος γυναικείων, συνήθως, ενδυμάτων και …

    Dictionary of Greek

  • 26πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… …

    Dictionary of Greek

  • 27κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 28Θεσσαλίς — και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α) 1. θηλ. τού Θεσσαλός, η Θεσσαλή 2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θεσσαλός*] …

    Dictionary of Greek

  • 29ορτάριον — ὀρτάριον και ἀρτάριον, τὸ (Μ) είδος χειμερινών υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀρτάριον είναι υποκορ. τού ἀρτήρ* «είδος υποδήματος» (< ἀείρω [ΙΙ] «συνάπτω, συνδέω»), ενώ ο τ. ὀρτάριον έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή τού α σε ο ] …

    Dictionary of Greek

  • 30ραπίς — η / ῥαπίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. βοτ. φοινικοειδές φυτό τής Άπω Ανατολής 2. ανατ. νηματοειδές τμήμα τού πυρήνα τών κυττάρων μσν. αρχ. ράβδος, ραβδί αρχ. 1. είδος υποδήματος, κρηπίς* 2. δωρ. τ. τού ῥαφίς* 3. γογγυλίς, *είδος λάχανου, δανκί. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek