τοῦ χείρονος ἤθους

  • 1ρώσις — ώσεως, ἡ, Α 1. ενίσχυση, δυνάμωμα 2. ενθάρρυνση, εμψύχωση 3. βιαιότητα, σφοδρότητα («ἡ ῥῶσις τοῡ πάθους», Πορφ.) 4. υπεροχή, επικράτηση («ῥῶσις τοῡ χείρονος ἤθους», Πλωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω τού ῥώννυμι + κατάλ. σις (πρβλ. θύ σις, ῥύ σις)] …

    Dictionary of Greek