τοῦ σοφιστοῦ

  • 1πάρδαλις — άλεως, η, ΝΜΑ, πόρδαλις, ὁ, Α παλαιά λόγια ονομασία γένους αιλουροειδών και ειδικότερα τής λεοπάρδαλης και τού οσελότου (α. «πόρδαλις ὁ ἄρσην ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες Ἀττικοὶ πάρδαλιν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 2Λασίσματα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὡς σοφιστοῡ τοῡ Λάσου καὶ πολυπλόκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Λάσος (αρχαίος ποιητής) με επίδραση τής λ. σόφ ισμα] …

    Dictionary of Greek