τοῦ πυρετοῦ

  • 51Λε Νταντέκ, Φελίξ — (Félix Le Dantec, 1869 – Παρίσι 1917). Γάλλος φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Υπήρξε βοηθός του Παστέρ και ίδρυσε ένα ινστιτούτο στη Βραζιλία με σκοπό τη μελέτη του κίτρινου πυρετού. Το 1899 ανέλαβε την έδρα της βιολογίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης …

    Dictionary of Greek

  • 52ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… …

    Dictionary of Greek

  • 53μελιτίνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 130 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται σε απόσταση 44 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σμήνους. * * * η ιατρ. διήθημα καλλιέργειας βρουκέλλας σε ζωμό το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 54υπεραιμία — (Ιατρ.). Η υπερβολική συρροή αίματος σε κάποιο όργανο ή σε μέρος ενός οργάνου. Η υ. προϋποθέτει μόνιμη ή παροδική διαταραχή της κυκλοφορίας που προέρχεται εξαιτίας καρδιακής ή πνευμονικής πάθησης ή εξαιτίας πάθησης του πεπτικού συστήματος,… …

    Dictionary of Greek

  • 55CATABOLICI — apud Tertullianum de Anima, Fulgentium de Contin. Virgil. et Zenonem Veronensem, Filesaco, Selector. l. 1. Mathematici sunt, quasi Καταβουλικοὶ, a consulendo, sic dicti: Salmasio Spiritus, qui per arreptitios et energumenos futura praedicentes,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 56κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 57μελιτοκοκκίαση — Βλ. λ. μελιταίος πυρετός. * * * και μελιτοκόκκωση, η ιατρ. παλαιά ονομασία τού μελιταίου πυρετού …

    Dictionary of Greek

  • 58πνίξ — ιγός, ἡ, Α [πνίγω] 1. πνιγμός 2. ιατρ. αρρώστια, ὁμοια με την κυνάγχη, στην οποία, κατά τη διάρκεια πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια σύσφιγξη τού λαιμού και ο ασθενής πεθαίνει από ασφυξία …

    Dictionary of Greek

  • 59πνευμονότυφος — ο, Ν ιατρ. ονομασία τού τυφοειδούς πυρετού που αρχίζει με πνευμονία …

    Dictionary of Greek

  • 60τριταϊκός — ή, όν, Α [τριταῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τριταίο πυρετό. επίρρ... τριταϊκῶς με τα συμπτώματα τού τριταίου πυρετού …

    Dictionary of Greek