τοῦ νομίμου δικαίου

  • 1δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 2νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …

    Dictionary of Greek

  • 3καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… …

    Dictionary of Greek

  • 4Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 5επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …

    Dictionary of Greek

  • 6Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …

    Dictionary of Greek

  • 7ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… …

    Dictionary of Greek

  • 8Ατίλιος νόμος — (Atilia lex). Νόμος του ρωμαϊκού δικαίου που καθιερώθηκε τον 2o αι. π.Χ. και ρύθμιζε όσα αναφέρονταν στην κηδεμονία των ορφανών και των γυναικών. Σε περίπτωση αμέλειας του νόμιμου ή εκείνου που οριζόταν από διαθήκη κηδεμόνας, ο πραίτορας διόριζε …

    Dictionary of Greek

  • 9Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek