τοῦ μύθου

  • 91Αιγέας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Πανδίωνα και της Πυλίας και πατέρας του Θησέα, τον οποίο απέκτησε από την τρίτη γυναίκα του Αίθρα. Το όνομά του συνδέεται με το Αιγαίο πέλαγος, στο οποίο θεωρείται ότι έπεσε,… …

    Dictionary of Greek

  • 92Άμυκος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ποσειδώνα και βασιλιάς των Βεβρύκων (μυθική φυλή της Μικράς Ασίας). Ο Ά. υποχρέωνε κάθε ξένο που περνούσε τυχαία από τη χώρα του να πυγμαχήσει μαζί του· τους νικούσε όλους ανεξαιρέτως και μετά τους σκότωνε …

    Dictionary of Greek

  • 93Αργοναυτικά — Τίτλος που δόθηκε σε τέσσερα αρχαία ελληνικά και λατινικά εθνικά ποιήματα. 1. Έπος του Απολλώνιου του Ρόδιου σε 4 βιβλία, που περισώθηκε ολόκληρο και περιγράφει συστηματικά και με χρονική συνέχεια την Αργοναυτική εκστρατεία. Στα δύο πρώτα βιβλία… …

    Dictionary of Greek

  • 94Αστούριας, Μιγκέλ Άνχελ — (Miguel Αngel Αsturias, Πόλη της Γουατεμάλας 1899 – Μαδρίτη 1974). Γουατεμαλανός συγγραφέας. Μυθιστοριογράφος με γόνιμη φαντασία, που από ένστικτο στράφηκε περισσότερο προς τη μυθολογική αφήγηση παρά προς τις ρεαλιστικές λύσεις, ο Α. θεωρείται… …

    Dictionary of Greek

  • 95Αταλάντη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η έντονα αρρενωπή ομορφιά της Α., η δεινότητά της στο κυνήγι, το γρήγορο τρέξιμό της, η αγάπη της για την άγρια ζωή και η εμμονή στην παρθενία της την ταυτίζουν αρκετά με την Άρτεμη. Κατά τη βοιωτική εκδοχή του μύθου ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 96Θέτις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, μητέρα του Αχιλλέα και η ωραιότερη από τις πενήντα Νηρηίδες. Την ερωτεύτηκαν ο Δίας και ο Ποσειδώνας, οι οποίοι απομακρύνθηκαν, όταν τους είπε η Θέμις ότι ο γιος της Θ. θα γινόταν… …

    Dictionary of Greek

  • 97Ιππολύτη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αμαζόνα, κόρη της Oτρήρης και του Άρη, ο οποίος χάρισε στην κόρη του την περίφημη ζώνη, ως σύμβολο της βασιλικής της εξουσίας. Επειδή η Αιμήτη, κόρη του Ευρυσθέα, πόθησε τον ζωστήρα της, ο Ηρακλής σκότωσε την I. και …

    Dictionary of Greek

  • 98Κρέιν, Χάρολντ Χαρτ — (Harold Hart Crane, Γκάρετσβιλ, Οχάιο 1899 – Καραϊβική θάλασσα 1932). Αμερικανός ποιητής. Η ζωή του υπήρξε άστατη και απρόβλεπτη. Από το Κλίβελαντ, όπου εργαζόταν στο εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής του πατέρα του, κατάφερε να διεισδύσει στον… …

    Dictionary of Greek

  • 99Σαλτικώφ, Μιχαήλ Εφγκράφοβιτς — Ρώσος συγγραφέας (Σπας – Ουγκόλ, Τβερ 1826 Πετρούπολη 1889), συνηθέστερα γνωστός με το όνομα Σαλτυκώφ Στσεντρίν. Αφού σπούδασε στη Μόσχα και στο Τσάρσκογιε Σέλο, υπηρέτησε ως δημόσιος υπάλληλος από το 1844 ως το 1862. Το 1848 έκδωσε ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 100Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν …

    Dictionary of Greek