τοῦ μύθου

  • 111Παπατσώνης, Τάκης (Παναγιώτης) — (Αθήνα 1895 – 1976). Έλληνας ποιητής και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, γενικός διευθυντής, σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ειδικός οικονομικός σύμβουλος, γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών και… …

    Dictionary of Greek

  • 112Στάφυλος — Κατά την ελληνική μυθολογία, γιος του Διόνυσου ή του Θησέα και της Αριάδνης, που είχε πάρει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Είχε πάρει γυναίκα του την Χρυσόθεμη και είχε αποχτήσει μαζί της τρεις κόρες, τη Μολπαδία, τη Ροιώ και την Παρθένο.… …

    Dictionary of Greek

  • 113Φαίακες — Μυθικός λαός στη χώρα του οποίου έφτασε ο Οδυσσέας κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του. Οι Φ. αρχικά έμεναν στην Υπέρεια, έπειτα όμως τους έδιωξαν οι Κύκλωπες και πήγαν στη Σχερία, όπου και έζησαν ευτυχισμένοι με τον βασιλιά τους Ναυσίθοο, γιο …

    Dictionary of Greek

  • 114σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν …

    Dictionary of Greek

  • 115Γιάκος, Δημήτριος — (Αγρίνιο 1914 – 2001). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Το 1936 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία καθώς και νομικά. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος στα υπουργεία Παιδείας και Προεδρίας. Άπό νωρίς άρχισε να… …

    Dictionary of Greek

  • 116Καρόν, Αντουάν — (Antoine Caron, Μποβέ 1521; – Παρίσι 1599;). Γάλλος ζωγράφος και σχεδιαστής. Αφού φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες με θρησκευτικό περιεχόμενο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, άρχισε να εργάζεται στα ανάκτορα του Φοντενεμπλό με τον Πριματίτσιο (1540 50).… …

    Dictionary of Greek

  • 117Κασσιόπη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.076 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 36 χλμ. Β της πόλης της Κέρκυρας. Αποτελεί έδρα του δήμου Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …

    Dictionary of Greek

  • 118Κύκλωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν δύσμορφα όντα με τερατώδη όψη, γιγάντιο ανάστημα και έφεραν ένα και μοναδικό μάτι στη μέση του μετώπου. Οι Κ. (Οδύσσεια, ι) ήταν λαός ποιμένων, οι οποίοι περιφρονούσαν τους θεούς, δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 119Λήδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας, Θέστιου, και σύζυγος του Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης. Ο Δίας ενώθηκε μαζί της με τη μορφή κύκνου και η Λ. γέννησε ένα αβγό, απ’ όπου προήλθαν οι Διοσκούροι… …

    Dictionary of Greek

  • 120Ταϋγέτη — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις 7 Ατλαντίδες ή Πλειάδες, κόρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Υπήρξε μητέρα του Λακεδαίμονα από τον Δία. Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, η Τ. ήταν σύζυγος του Λακεδαίμονα, από τον οποίο γέννησε τον Ίμερο και την… …

    Dictionary of Greek