τοῦ κόλου
1σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… …
2κολονοσκόπηση — Οπτική εξέταση του εσωτερικού του κόλου, με τη χρήση ενός μακρού, εύκαμπτου οργάνου παρατήρησης, που ονομάζεται κολονοσκόπιο και βασίζεται στη χρήση των οπτικών ινών. Η εξέταση αυτή, η οποία γίνεται σε νοσοκομεία και διαρκεί περίπου μία ώρα,… …
3ορθοκολίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού ορθού και τού κόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + κολίτιδα] …
4ορθοσιγμοειδοσκόπηση — η ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού ορθού και τής κατώτερης μοίρας τού σιγμοειδούς κόλου μέχρι βάθος 15 εκατοστομέτρων, συνήθως, και σε ορισμένες περιπτώσεις 25 ή 30 εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου» + σιγμοειδές (κόλο) +… …
5πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …
6ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …
7κολίτιδα — Φλεγμονή που προσβάλλει το παχύ έντερο και κυρίως τον βλεννογόνο του. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρασιτική ή μικροβιακή κ., η νόσος του Crohn, η ελκώδης κ., η κ. από χρήση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος κλπ. Η κ. εκδηλώνεται με αιματηρές ή… …
8κολοπηξία — η ιατρ. η στερέωση τού κόλου στο πρόσθιο μέρος τού κοιλιακού τοιχώματος σε περιπτώσεις πτώσης του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colopexy < colo (< κόλον) + pexy (< πηξία < πῆξις)] …
9ορθοκήλη — η ιατρ. προβολή τού πρόσθιου τοιχώματος τού ορθού στον κόλπο τής γυναίκας, που αποτελεί μορφή πρόπτωσης τών γεννητικών οργάνων της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + κήλη] …
10ορθοπηξία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση για στερέωση τού ορθού στο πυελικό τοίχωμα με σκοπό τη διόρθωση πρόπτωσής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «η τελική μοίρα τού κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + πήξις «συνένωση, συναρμογή»] …