τοῦ κόλου

  • 21εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… …

    Dictionary of Greek

  • 22οισοφαγοπλαστική — η ιατρ. εγχείρηση που αποσκοπεί στην αντικατάσταση ενός τμήματος τού οισοφάγου, που έχει αφαιρεθεί, με δερματικό μόσχευμα ή με τμήμα τής νήστιδος ή με τμήμα τού εγκάρσιου κόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + πλαστική] …

    Dictionary of Greek

  • 23σιγμοειδεκτομή — η, Ν ιατρ. ολική ή μερική χειρουργική αφαίρεση τού σιγμοειδούς κόλου τού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sigmoidectomy < σιγμοειδής + εκτομή] …

    Dictionary of Greek

  • 24ειλεοορθοκολοπλασία — η αποκατάσταση τής εντερικής συνέχειας με έλικα τού λεπτού εντέρου η οποία τοποθετείται μεταξύ κόλου και ορθού …

    Dictionary of Greek

  • 25σιγμοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. πάθηση που προκαλεί φλεγμονή τού σιγμοειδούς κόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sigmoiditis < σιγμοειδής + κατάλ. ίτιδα*] …

    Dictionary of Greek