τοῦ κόλου

  • 11ειλεοκολοστομία — η χειρουργική αναστόμωση τού ειλεού και τού κόλου …

    Dictionary of Greek

  • 12κολοπάθεια — η ιατρ. πάθηση τού κόλου τού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλον + πάθεια < παθής < πάθος] …

    Dictionary of Greek

  • 13ορθοκυστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο ορθό και στην ουροδόχο κύστη 2. φρ. ιατρ. α) «ορθοκυστικό συρίγγιο» η μη φυσιολογική επικοινωνία μεταξύ ορθού και ουροδόχου κύστεως β) «ορθοκυστικές διαταραχές» διαταραχές τής αφόδευσης και τής ούρησης, που… …

    Dictionary of Greek

  • 14βαλαντίδιο — (balantidium). Γένος βλεφαριδωτών πρωτόζωων της οικογένειας των βαλαντιιδών. Ζουν παρασιτικά στο πεπτικό σύστημα θηλαστικών και πολλές φορές του ανθρώπου. Είναι μονοκύτταροι μικροσκοπικοί οργανισμοί (0,1 0,5 χιλιοστά) ελλειψοειδούς σχήματος, με… …

    Dictionary of Greek

  • 15κολοστομία — η ιατρ. η εκστόμωση τού κόλου στο δέρμα για τη δημιουργία τεχνητού πρωκτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colostomy < colo (< κόλον) + stomy (< στομία < στομος < στόμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 16ορθοκολπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ορθό και στον κόλπο 2. φρ. α) «ορθοκολπικό διάφραγμα» ανατ. το διάφραγμα που σχηματίζεται από τα σημεία επαφής ορθού και κόλπου β) «ορθοκολπικό συρίγγιο» ιατρ. μόνιμη παθολογική επικοινωνία μεταξύ ορθού… …

    Dictionary of Greek

  • 17ορθοπρωκτικός — ή, ό ιατρ. ο σχετικός με το ορθό και τον πρωκτό («ορθοπρωκτικό συρίγγιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + πρωκτός] …

    Dictionary of Greek

  • 18τυφλοκολίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού κόλου, τυφλικής εντόπισης, που συγχέεται συχνά με τη σκωληκοειδίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhlocolite (< τυφλό[ς] + κολίτιδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 19ημικολεκτομή — Χειρουργική αφαίρεση μέρους του κόλου, συνήθως για θεραπεία καρκίνου, ελκώδους κολίτιδας, εκκολπωμάτωσης ή ενός αποφραγμένου αιμοφόρου αγγείου …

    Dictionary of Greek

  • 20ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …

    Dictionary of Greek