τοῦ θείου

  • 1θειωνιά ή ατμίδες θείου — Ηφαίστειο που χαρακτηρίζεται από την απουσία των τυπικών εκδηλώσεών του (δηλαδή είναι σβησμένο ή βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας) και η δραστηριότητά του περιορίζεται μόνο στην εκπομπή υδρατμών (θερμοκρασίας 130 165°C) μαζί με υδρόθειο και… …

    Dictionary of Greek

  • 2Γιορκ, δούκας του- — (duke of York). Ένας από τους κυριότερους αγγλικούς τίτλους ευγενείας του 14ου και του 15ου αι. Τον έφεραν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πρώτος κάτοχός του ήταν ο Εδμόνδος του Λάνγκλεϊ, γιος του Εδουάρδου Γ’. Από την εποχή των Στιούαρτ τον… …

    Dictionary of Greek

  • 3Ούγος του Αγίου Βίκτορα — (Σαξονία περ. 1096 – Παρίσι 1141). Γερμανός θεολόγος. Εισήλθε περίπου το 1115 1118 στο μεγάλο εκείνο κέντρο μυστικιστικής σκέψης του 12ου αι., που ήταν το παρισινό αβαείο των μοναχών του Αγίου Βίκτωρα, όπου υπήρξε μαθητής του Γουλιέλμου του Σαμπώ …

    Dictionary of Greek

  • 4έλαιο του βιτριολίου — Μορφή του θειικού οξέος που παρασκευάζεται βιομηχανικά και είναι σχεδόν καθαρό θειικό οξύ με μεγάλες ποσότητες διαλυμένων οξειδίων του θείου, κυρίως τριοξειδίου που είναι και ο ανυδρίτης του οξέως. Είναι παχύρρευστο υγρό, εξαιρετικά επικίνδυνο… …

    Dictionary of Greek

  • 5θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …

    Dictionary of Greek

  • 6αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …

    Dictionary of Greek

  • 7θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …

    Dictionary of Greek

  • 8θειονικά οξέα — Οξυγονούχα οξέα του θείου, με τύπο H2SνO6 (όπου ν = 2, 3, 4, 5). Τα θ.ο. υπάρχουν μόνο σε διαλύματα, διασπώνται, αν απομονωθούν, αλλά τα άλατά τους είναι κρυσταλλικά σώματα. Το διθειονικό οξύ (H2S2O6) διασπάται εύκολα σε θειικό οξύ και διοξείδιο… …

    Dictionary of Greek

  • 9αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …

    Dictionary of Greek