τοῦ βάϑους

  • 71παροδοντιοπάθεια — και περιοδοντοπάθεια, η ιατρ. γενική ονομασία τών παθήσεων ενός ή περισσότερων ανατομικών στοιχείων τού παροδοντίου, οι οποίες διακρίνονται σε παθήσεις τής επιφάνειας (ουλίτιδες) και τού βάθους (παροδοντιολυσίες), που είναι φλεγμονώδεις… …

    Dictionary of Greek

  • 72σκανταλιάρισμα — το, Ν [σκανταλιάρω] μέτρηση τού βάθους τής θάλασσας ή ανίχνευση τής διαμόρφωσης τού βυθού της που γίνεται με το σκαντάλιο …

    Dictionary of Greek

  • 73σοντάρισμα — το, Ν [σοντάρω] 1. μέτρηση τού βάθους θάλασσας, λίμνης ή ποταμού με τη σόντα 2. δειγματοληψία τού θαλάσσιου βυθού 3. δειγματοληψία που γίνεται στο βάθος σάκου ενός προϊόντος με τη σόντα 4. καθετηριασμός …

    Dictionary of Greek

  • 74Δαρδανέλια — (τουρκ. Canakkale Boazi, Τσανάκαλε). Ονομασία που επικράτησε διεθνώς για τον Ελλήσποντο των αρχαίων Ελλήνων, το στενό δηλαδή χωρίζει τη Θράκη από τη Μικρά Ασία. Αυτό το θαλάσσιο στενό που έχει πλάτος από 3 έως 10 χλμ. και βάθος που κυμαίνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 75βολιδοσκόπηση — η 1. η μέτρηση του βάθους της θάλασσας με βολίδα. 2. η προσπάθεια να καταλάβουμε τις επιθυμίες και τις διαθέσεις κάποιου: Η βολιδοσκόπηση των καλεσμένων στο γεύμα με βοήθησε στην επιλογή του μενού …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 76ορισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ορίζω, προσδιορισμός, καθορισμός: Ορισμός αντικλήτου, αντιπροσώπου. 2. (λογ.), διατύπωση των ουσιαστικών χαρακτηριστικών μιας έννοιας: Η διερεύνηση του βάθους των εννοιών μάς δίνει τους καλούς ορισμούς. 3.… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 77βαθομέτρηση — η η μέτρηση του βάθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάθος + μέτρηση ( ις). Ο τ. βαθομέτρησις μαρτυρείται το 1891 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στην εφημερίδα Προμηθεύς] …

    Dictionary of Greek

  • 78βολίζω — (AM βολίζω) ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας νεοελλ. βόλισον ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους μσν. βολίζομαι βυθίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 79βυθομέτρηση — η η μέτρηση του βάθους των θαλασσών …

    Dictionary of Greek

  • 80γαιογνώρισμα — το όγκος χώματος σε σχήμα κολουροκωνικής πυραμίδας που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του βάθους στο οποίο έχει φθάσει μια εκσκαφή …

    Dictionary of Greek