τοῦ βάϑους

  • 51Νίκολσον, Μπεν — (Ben Nicholson, Ντένχαμ 1894 – 1982). Άγγλος ζωγράφος. Γιος του ζωγράφου Ο. Νίκολσον, σπούδασε στη Σχολή Σλέιντ στο Λονδίνο, στην Τουρ της Γαλλίας, στο Μιλάνο και στην Πασαντένα των ΗΠΑ. Τη μορφή της τέχνης του καθόρισαν οι νεοπλαστικές… …

    Dictionary of Greek

  • 52Λόνγκμεν — Τοποθεσία στα περίχωρα της πόλης Λο Γιανγκ (βλ. λ.), στη βόρεια Κίνα, με περίφημα σπήλαια ναούς. Από τα τέλη του 5ου έως τις αρχές του 6ου αι. μ.Χ. σημειώθηκε σε μια εκτεταμένη περιοχή της βόρειας Κίνας άνθηση στα πολυάριθμα σπήλαια ναούς που… …

    Dictionary of Greek

  • 53μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …

    Dictionary of Greek

  • 54Παρράσιος — I Αρχαίος Έλληνας ζωγράφος, ο οποίος εργάστηκε μεταξύ 440 και 380 π.Χ. Ήταν γιος και μαθητής του Εφέσιου ζωγράφου Ευήνορα, αλλά έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα και ήταν Αθηναίος πολίτης. Προτιμούσε δραματικά θέματα, πλούσια σε κίνηση, και… …

    Dictionary of Greek

  • 55γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 56νερόφιδο — Οφίδιο, όχι ιοβόλο, της οικογένειας των Κολουβριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι natrix tessellata. Ο χαρακτηρισμός tessellata = ψηφιδωτό του δόθηκε για τις πολυάριθμες καφέ βούλες, που βρίσκονται, στη ραχιαία περιοχή και στα πλευρά του… …

    Dictionary of Greek

  • 57βαθομετρικοί χάρτες — Χάρτες που περιέχουν το βάθος των θαλασσών σε κάθε σημείο τους και με βάση τους οποίους μπορεί να παρασταθεί η τοπογραφική διαμόρφωση του πυθμένα. Τα σημεία του χάρτη έχουν τιμές αρνητικές ως προς τη στάθμη της θάλασσας. Χρήση των β.χ. γίνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 58Καμπίν, Ρομπέρ — (Rober Campin, Τουρνέ 1378 – 1444). Φλαμανδός ζωγράφος. Ήταν ένας από τους θεμελιωτές της φλαμανδικής σχολής ζωγραφικής. Πολλοί κριτικοί της τέχνης τον ταύτισαν με τον αγνώστου ονόματος ζωγράφο ο οποίος αναφέρεται ως Μαέστρος (δάσκαλος) της… …

    Dictionary of Greek

  • 59οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους …

    Dictionary of Greek

  • 60ηχογωνιόμετρο — Συσκευή υπερήχων που χρησιμεύει συνήθως για να φανερώσει την παρουσία υποβρύχιων εμποδίων ή βυθισμένων αντικειμένων και να προσδιορίσει τη διεύθυνση και την απόστασή τους. Το η. εκμεταλλεύεται τα φαινόμενα του πιεζοηλεκτρισμού ή της… …

    Dictionary of Greek