τοῦ βάϑους

  • 41ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …

    Dictionary of Greek

  • 42Ντούτσιο ντι Μπουονινσένια — (Duccio di Buoninsegna, Σιένα 1255 –1319). Ιταλός ζωγράφος, ο σπουδαιότερος της Σιένας του 13ου αι. Αμφισβητείται η διαμόρφωση και η αρχή της ζωγραφικής του δραστηριότητας, αφού τα πρώτα τεκμηριωμένα έργα του έχουν χαθεί (διακόσμηση δώδεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 43οφθαλμιατρική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με κάθε τι που αφορά το μάτι, με σκοπό να διατηρήσει την ανατομική και λειτουργική ακεραιότητά του. Από παθολογική άποψη, το οπτικό σύστημα πρέπει να εξετάζεται τόσο στο σύνολό του όσο και σε όλα τα επί… …

    Dictionary of Greek

  • 44βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …

    Dictionary of Greek

  • 45Νταβίντ, Γκέραρντ — (Gerard David,Οντερβάτερ, Γκούντα περ. 1460 – Μπριζ 1523). Φλαμανδός ζωγράφος. Ο τελευταίος σημαντικός εκπρόσωπος της μεγάλης φλαμανδικής παράδοσης του 15ου αι, διαμορφώθηκε αρχικά στις Κάτω Χώρες (ίσως στο Χάαρλεμ) και το 1484 εγκαταστάθηκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 46Πιέρο ντι Κόζιμο, Πίρο ντι Λορέντσο ο επονομαζόμενος– — (Piero di Cosimo, Φλωρεντία 1462 – 1521). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν προικισμένος με αξιόλογη χρωματική ευαισθησία και με πρωτότυπη και λυρική ιδιοσυγκρασία. Μαθητής του Κόζιμο Ροσέλι, συνεργάστηκε μαζί του στις νωπογραφίες της Καπέλα Σιστίνα στη Ρώμη …

    Dictionary of Greek

  • 47φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …

    Dictionary of Greek

  • 48Βαλτική θάλασσα — Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο σκανδιναβικής χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β, της Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της… …

    Dictionary of Greek

  • 49γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …

    Dictionary of Greek

  • 50Μεξικού, Κόλπος — (Gulf of Mexico). Κόλπος του κεντρικού τμήματος της αμερικανικής ηπείρου στον Ατλαντικό ωκεανό (περ. 1.810.000 τ. χλμ.). Περικλείεται από τις νότιες ακτές των ΗΠΑ, τις δυτικές του Μεξικού και από τη νήσο Κούβα. Οι χερσόνησοι της Φλόριντα στις ΗΠΑ …

    Dictionary of Greek