τοῦ α σημείου

  • 11αρμονική κίνηση — Κίνηση ενός υποκειμένου σε ελαστική δύναμη σημείου γύρω από το σημείο ισορροπίας του. Η α.κ. μπορεί να οριστεί ακόμα και ως κίνηση που εκτελεί στη διάμετρο ενός κύκλου η προβολή ενός σημείου, το οποίο κινείται ομαλά στην περιφέρειά του. Πρόκειται …

    Dictionary of Greek

  • 12μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 13Μπιό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Biot, Παρίσι 1774 – 1862). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μετά τις προ πανεπιστημιακές σπουδές του έγινε υπάλληλος σε μια εμπορική επιχείρηση της Χάβρης και ύστερα πήγε εθελοντής στον στρατό, όπου έμεινε ώς το 1793.… …

    Dictionary of Greek

  • 14ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… …

    Dictionary of Greek

  • 15ζεσεοσκοπία — Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία …

    Dictionary of Greek

  • 16θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …

    Dictionary of Greek

  • 17απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …

    Dictionary of Greek

  • 18θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …

    Dictionary of Greek

  • 19φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …

    Dictionary of Greek

  • 20δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… …

    Dictionary of Greek