τοῦτον λόγον

  • 11alea iacta est — ist ein lateinischer Ausdruck des Glücksspiels und bedeutet wörtlich übersetzt: „Der Würfel ist geworfen (worden)“. Es entspricht dem „Nichts geht mehr“ (Rien ne va plus) im Roulette und bedeutet, dass ein gemachter Einsatz nun nicht mehr… …

    Deutsch Wikipedia

  • 12FACIENS et PATIENS — FACIENS, et PATIENS duo rerum principia, secundum Stoicos, apud Diog. Laert. in Zen. qui, cum Patiens de Materia explicasset, Facientis sive τοῦ ποιοῦντος nomine verbum Dei ὑποςτατικὸν apertis fere verbis significat, Τὸ δὲ ποιοῦν, inquiens, τὸν… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14PATIENS et Faciens — duo rerum principia, ex Stoicorum sententia. Diog. Laertius princ. in Zennone, ubi cum Patiens de materia explicâsset, Facientis, sive τοῦ ποιοῦντος nomine verbum Dei, ὑποςτατικὸν denotari, apertis fere verbis significare videtur, Τὸ δὲ ποιοῦν,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15επεισοδεύω — παρεμβάλλω («ἐπεισοδεύω τοῡτον τὸν λόγον») …

    Dictionary of Greek

  • 16επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …

    Dictionary of Greek

  • 17καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 18προκαθίημι — Α 1. κάθομαι εκ τών προτέρων 2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.) 3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.) 4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω… …

    Dictionary of Greek

  • 19υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 20ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …

    Православная энциклопедия