τοῠτο

  • 81χοιρογρύλλιος — ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῡτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῑ, ἀκάθαρτον τοῡτο ὑμῑν», ΠΔ) αρχ. σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 82όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …

    Dictionary of Greek

  • 83Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 84ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …

    Dictionary of Greek

  • 85Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 86Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …

    Dictionary of Greek

  • 87Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη …

    Dictionary of Greek

  • 88Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …

    Dictionary of Greek

  • 89Χάκιμ — Τρίτος Φατιμίδης ηγεμόνας της Αιγύπτου, που ανέβηκε στον θρόνο 11 ετών (996). Το πλήρες όνομά του ήταν X. μπι ιμρ ιλάχ Μανσούρ. Ο X., που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, ήταν διανοητικά ανάπηρος. Έτσι τουλάχιστον, μπορούν να ερμηνευτούν οι διαρκείς… …

    Dictionary of Greek

  • 90ԱՅՍ — I. (այսր, այսմ, յայսմ, այսու, այսք, այսց. կամ այսորիկ, այսմիկ, յայսմանէ, այսուիկ, այսոքիկ, այսոցիկ, յայսցանէ, այսոքիւք.) NBH 1 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c դեր. ցուց. ա. Իբր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)