τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν

  • 1συμπεριφέρω — ΝΑ [περιφέρω, ομαι] περιφέρω κάτι μαζί μου ή μαζί με κάτι άλλο ή μαζί με άλλους νεοελλ. μέσ. συμπεριφέρομαι α) φέρομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνω αυτήν ή την άλλη διαγωγή («δεν συμπεριφέρθηκε όπως έπρεπε») β) έχω καλούς τρόπους («μάθε να …

    Dictionary of Greek