τοῖς νεωστὶ νυμφίοις

  • 1νυμφίος — ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος) 1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.) 2. στον πληθ. οι νυμφίοι οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.) 3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του… …

    Dictionary of Greek