τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάϑειν
1εριστός — ἐριστός, ή, όν (Α) [ερίζω] αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῑς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.) …
1εριστός — ἐριστός, ή, όν (Α) [ερίζω] αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῑς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.) …