τοὺς ἱππεῖς

  • 51Δίστομο — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 450 μ., 2.048 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λεβαδείας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται Ν του όρους Παρνασσού, 26 χλμ. Δ της Λιβαδειάς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα γερμανικά στρατεύματα… …

    Dictionary of Greek

  • 52ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …

    Dictionary of Greek

  • 53Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… …

    Dictionary of Greek

  • 54Αβιπόν — Φυλή αυτοχθόνων της Νότιας Αμερικής, που σήμερα έχουν εξαφανιστεί. Ζούσαν στις περιοχές Σάντα Φε και Τσάκο της Αργεντινής. Οι Α. απασχόλησαν πολύ τους ερευνητές και ιδιαίτερα τον Δαρβίνο, για τα περίεργα έθιμά τους. Περιηγητές αναφέρουν ότι οι Α …

    Dictionary of Greek

  • 55Βαλεριανός — I (Publius Licinius Valerianus, τέλη 2ου αι. – περ. 260 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253 260). Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Γότθων και όταν ο Γάλλος τον κάλεσε εναντίον του Αιμιλιανού, έγινε αυτοκράτορας και αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατο… …

    Dictionary of Greek

  • 56Ξενοφών — I (Αθήνα 430; – 354; π.Χ.). Πολυγράφος, ιστορικός και φιλόσοφος. Την εποχή των Τριάκοντα Τυράννων φέρεται ότι πολέμησε εναντίον των δημοκρατικών του Θρασύβουλου, έπειτα από τη νίκη των οποίων, αν και αμνηστεύτηκε, έφυγε από την Αθήνα. Πρώτα έλαβε …

    Dictionary of Greek

  • 57κοζάκοι — Ονομασία νομαδικών πληθυσμών, εγκατεστημένων κυρίως στις στέπες κατά μήκος του κάτω ρου των ποταμών Ντον και Δνείπερου. Συγκεντρωμένοι σε κοινότητες (όμπστσινι) οργανωμένες στρατιωτικά, ήταν χωρισμένοι σε εκατονταρχίες και μέσω των γενικών… …

    Dictionary of Greek

  • 58Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή …

    Dictionary of Greek

  • 59Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… …

    Dictionary of Greek

  • 60Μπότσαρης, Μάρκος — (Σούλι 1790 – Καρπενήσι 1823). Αγωνιστής του 1821. Γιος του Κίτσου Μ., υπήρξε από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες μορφές της Επανάστασης. Παρακολούθησε από νεαρή ηλικία τον πατέρα του σε όλες τις ενέργειές του εναντίον του Αλή. Διέμεινε στην… …

    Dictionary of Greek