τοὺς ἐρωμένους

  • 1παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… …

    Dictionary of Greek

  • 2κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 3BIBENDI ritus — apud Romanos hic fuit: Inomni convivio, cum paulo hilarius seinvitare vellent, hunc observavêre morem, ut a summo biberent ad imum: item ut Divo alicui libatent, hoc est, ex patera leviter vini aliquid defunderent, vel in mensam, vel in terram… …

    Hofmann J. Lexicon universale