τοὺς τόκους

  • 1τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …

    Dictionary of Greek

  • 2Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 3τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 4ανατοκίζω — ξανατοκίζω, κεφαλοποιώ τους τόκους, συνυπολογίζω στο κεφάλαιο και τους τόκους για να πάρω τόκο επί του συνόλου …

    Dictionary of Greek

  • 5τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …

    Dictionary of Greek

  • 6πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και …

    Dictionary of Greek

  • 7συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 8τοκογλύφος — ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν 1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο 2. (γενικά) αισχροκερδής αρχ. αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια τού τραπεζιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 9Νόμπελ, βραβεία — Βραβεία που ίδρυσε με τη διαθήκη του (27 Νοεμβρίου 1895) ο Άλφρεντ Νόμπελ, για να τιμούνται κάθε χρόνο οι πέντε προσωπικότητες χωρίς διάκριση φυλής ή εθνικότητας οι οποίες «στο έτος που πέρασε προσέφεραν τη μεγαλύτερη ωφέλεια στην ανθρωπότητα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 10ανακεφαλαιώνω — ωσα 1. συνοψίζω: Στο τέλος της ομιλίας του ανακεφαλαίωσε τις απόψεις του. 2. προσθέτω τους τόκους στο κεφάλαιο: Στο τέλος κάθε εξαμήνου οι τράπεζες ανακεφαλαιώνουν τις καταθέσεις των πελατών τους …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)