τοὺς ποταμούς

  • 91Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… …

    Dictionary of Greek

  • 92Κάμπερλαντ — I (Cumberland). Οροσειρά της Αγγλίας. Βλ. λ. Κάμπρια. II (Cumberland). Οροπέδιο των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, που αποτελεί τους νοτιοδυτικούς πρόποδες των Απαλαχίων. Το ύψος του, στα ανατολικά, φτάνει τα 1.200 μ. και στα δυτικά τα… …

    Dictionary of Greek

  • 93Ντόρσετ — (Dorset). Κομητεία (2.654 τ. χλμ., 394.000 το 2001) της Μεγάλης Βρετανίας.Το έδαφός της είναι κυρίως πεδινό, με μεγαλύτερο υψόμετρο 275 μ., και διασχίζεται από τους ποταμούς Φρόμε και Στάουρ. Έχει μεγάλα λιβάδια που ευνοούν την ανάπτυξη της… …

    Dictionary of Greek

  • 94Πετσόρα — Ποταμός (1.809 χλμ.) της Ρωσίας στο έδαφος της αυτόνομης Δημοκρατίας των Κόμι, της Διοικητικής Περιφέρειας των Νενέκων (επαρχία Αρχαγγέλου) που εκβάλλει στη θάλασσα Μπάρεντς (Aρκτικός Ωκεανός). Πηγάζει από τις δυτικές κλιτύς των βόρειων Ουραλίων …

    Dictionary of Greek

  • 95Σενεγάλης — Ποταμός (1.440 χλμ., με λεκάνη απορροής (440.000 τ. χλμ.) της δυτικής Αφρικής, που σχηματίζεται από τη συμβολή κοντά στην Μπαφουλαμπέ του Μπαφέν, ο οποίος κατεβαίνει από το υψίπεδο Φουτά Τζαλόν, και του Μπακόυ, ο οποίος πηγάζει από το τέλμα… …

    Dictionary of Greek

  • 96Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …

    Dictionary of Greek

  • 97κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε …

    Dictionary of Greek

  • 98χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …

    Dictionary of Greek

  • 99Αρμανιάκ — (Armagnac). Ιστορική γεωγραφικήπεριοχή (6.254 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Γαλλίας, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί στον σημερινό νομό του Ζερ, με πρωτεύουσα το Ος. Εκτείνεται μεταξύ της βόρειας πλαγιάς των Πυρηναίων και του ποταμού Γαρούνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 100Έσεν — I (Hessen). Ομοσπονδιακό κρατίδιο (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στην κεντρική ζώνη της χώρας. Κατά τα μέσα του 13ου αι. το Έ. ήταν ήδη ανεξάρτητο και, μολονότι είχε διαμορφωθεί σε αδιαίρετο λανδγραβάτο, διαμελίστηκε… …

    Dictionary of Greek