τοὺς ποταμούς

  • 81Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …

    Dictionary of Greek

  • 82Βουκοβίνα — (ουκρ. Bukovyna, ρουμ. Bucovina). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντροανατολικής Ευρώπης, διαιρεμένη πολιτικά σήμερα μεταξύ της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Ρουμανίας. Εκτείνεται από τις ανατολικές πλαγιές των Καρπαθίων στα Α μέχρι τον ρου… …

    Dictionary of Greek

  • 83Κάνσας — I (Kansas). Ομόσπονδη πολιτεία (213.063 τ. χλμ., 2.715.884 κάτ. το 2002) των κεντρικών ΗΠΑ. Συνορεύει με τις πολιτείες Νεμπράσκα στα B, Μισούρι στα A, Οκλαχόμα στα Ν και Κολοράντο στα A. Πρωτεύουσα είναι η Τοπίκα. Μορφολογικά, το Κ. αποτελείται… …

    Dictionary of Greek

  • 84Οντάριο, λίμνη — (Ontario). Λιμναία λεκάνη της Βόρειας Αμερικής, η μικρότερη σε έκταση (18.941 τ. χλμ.) από τις λεκάνες της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών. Βρίσκεται μεταξύ του Καναδά (επαρχία Οντάριο) στα Β, στα Δ και ΝΔ, και των ΗΠΑ (Πολιτεία Νέας Υόρκης) στα Ν… …

    Dictionary of Greek

  • 85Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 86ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 87λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… …

    Dictionary of Greek

  • 88λιμνοθάλασσα — Παράκτια λεκάνη υφάλμυρου νερού, που χωρίζεται από τη θάλασσα με φυσικά φράγματα. Συνήθως οι λ. σχηματίζονται σε αβαθείς ζώνες, όπου υδάτινα ρεύματα, τα οποία εκβάλλουν σε δέλτα, δημιουργούν, μαζί με την κυματοειδή κίνηση και τα παράκτια ρεύματα …

    Dictionary of Greek

  • 89πέστροφα — Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους… …

    Dictionary of Greek

  • 90στουριόνι — Κοινό όνομα του τελεόστεου, και κατά άλλους χονδρόστεου ψαριού οξύρρυγχος ο στυρίων (acipenser sturio), της οικογένειας των Οξυρρυγχιδών, της τάξης των οξυρρυγχομόρφων. Το ψάρι αυτό που είναι διαδομένο στη Μεσόγειο, κατά μήκος των ευρωπαϊκών… …

    Dictionary of Greek