τοὺς ποταμούς

  • 71ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 72Μούρθια — (Murcia). Πόλη (370.745 κάτ.) της νοτιοανατολικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.314 τ.χλμ.)· μεγάλο γεωργικό και εμπορικό κέντρο της ομώνυμης περιοχής, βρίσκεται πάνω στον ποταμό Σεγκούρα, στην καρδιά μιας ευφορότατης πεδιάδας. Η …

    Dictionary of Greek

  • 73λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …

    Dictionary of Greek

  • 74Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… …

    Dictionary of Greek

  • 75Σάο Πάουλο — (Sao Paulo). Ομόσπονδη πολιτεία της Βραζιλίας. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και η πρωτεύουσα της. 1. Ομόσπονδη Πολιτεία της νότιας Βραζιλίας με πρωτεύουσα την πόλη Σάο Πάουλου. Έχει έκταση 248 256 τ. χλμ. και πληθυσμό 32 684 260 κατ. Βρέχεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 76Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …

    Dictionary of Greek

  • 77ατλαντοσαυρίδες — (atlantosauridae). Οικογένεια ερπετών που έχει εκλείψει. Ανήκε στην τάξη των δεινοσαύρων. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε στρώματα του μεσοζωικού αιώνα. Ξεχωρίζουν από τους άλλους δεινόσαυρους κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 78Κεμπέκ — I (Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν… …

    Dictionary of Greek

  • 79Κολοράντο — I (Colorado). Πολιτεία (269.595 τ. χλμ., 4.417.714 κάτ. το 2001) των κεντροδυτικών ΗΠΑ, με πρωτεύουσα το Ντένβερ. Συνορεύει στα Β με το Γουαϊόμινγκ και τη Νεμπράσκα, στα Α με τη Νεμπράσκα και το Κάνσας, στα Ν με την Οκλαχόμα και το Νιου Μέξικο… …

    Dictionary of Greek

  • 80Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …

    Dictionary of Greek