τοὺς ποταμούς

  • 111Ντρομ — (Drοme). Νομός (6.530 τ. χλμ., 454.300 κάτ. το 2003) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Ο νομός είναι εξαιρετικά ορεινός. Διασχίζεται από τους ποταμούς Ιζέρ και Ουβέζ. Στις πεδινές περιοχές του καλλιεργούνται δημητριακά και υπάρχουν σημαντικοί ελαιώνες …

    Dictionary of Greek

  • 112Ορινόκος — (Orinoco). Ποταμός της Νότιας Αμερικής, ολόκληρος σχεδόν στη Βενεζουέλα, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό με ένα ευρύ δέλτα (Δέλτα Αμακούρο, 2.0000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τη Σιέρα Παρίμα, στο νότιο τμήμα της Βενεζουέλας (έδαφος του Αμαζονίου)… …

    Dictionary of Greek

  • 113Όσετζ — Μογγολοειδής πληθυσμός της Βόρειας Αμερικής, που ανήκει στη φυλή των Σιού και συγγενεύει με τους Ομάχα. Άλλοτε κατοικούσαν στην περιοχή που προσδιορίζεται από τους ποταμούς Μισούρι και Αρκάνσας και αντιστοιχεί σήμερα προς τις πολιτείες των ΗΠΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 114Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… …

    Dictionary of Greek

  • 115Φλάνδρα — (Vlaanderen στα φλαμανδικά, Flandre στα γαλλικά). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης, που βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος στο Βέλγιο –του οποίου αποτελεί τις δύο επαρχίες: της Δυτικής και της Ανατολικής Φ.–, αλλά εκτείνεται και στη βόρεια… …

    Dictionary of Greek

  • 116Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… …

    Dictionary of Greek

  • 117Αλαμπάμα — I (Alabama). Πολιτεία (131.443 τ. χλμ., 4.481.000 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Συνορεύει με τις πολιτείες Μισισίπι στα Δ, Τενεσί στα Β, Τζόρτζια στα Α, Φλόριντα στα ΝΑ, και βρέχεται από τον κόλπο του Μεξικού στα Ν. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 118Αλβέρτου, διώρυγα — Πλωτή διώρυγα (129 χλμ.) στο Βέλγιο, ανάμεσα στη Λιέγη και στην Αμβέρσα. Συνδέει τους ποταμούς Μόσα και Σκάλδη. Άποψη της διώρυγας Αλβέρτου, που συνδέει τη Λιέγη και την Καμπίν με το λιμάνι της Αμβέρσας …

    Dictionary of Greek

  • 119Γούστερ — (Worcester).Πόλη (95.900 κάτ. το 2000) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της κομητείας Γούστερσαϊρ (Worcestershire, 1.761 τ. χλμ., 541.400 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σέβερν, σε απόσταση 35 χλμ. από το Μπέρμιγχαμ. Η πόλη… …

    Dictionary of Greek

  • 120Εβένκια — (Evenkija). Αυτόνομη περιοχή (767.600 τ. χλμ., 16.700 κάτ. το 2002) της Ρωσίας. Ιδρύθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1930 και το 1977 έγινε αυτόνομη περιοχή. Βρίσκεται στα κεντρικά σιβηρικά οροπέδια, καταλαμβάνει ολόκληρο το κεντρικό τμήμα της περιφέρειας …

    Dictionary of Greek