τοὺς αἰτίους

  • 1ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 2виноватыи — (65) пр. 1.Виновный, провинившийся в чем л.; признаваемый виновным: виноватъ ли боудеть своѩ емоу волѩ. или правъ боудѣть. а •і҃• гри(в). сѣрѣбра за соромъ емоу възѩти. Гр 1239 (смол.); Оже кто оубьѥть женоу то тѣмь же судомь соудити. ˫ако же и… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3κατάξιος — κατάξιος, ον (Α) ο πλήρως άξιος κάποιου, αυτός που αρμόζει, που πρέπει σε κάποιον, αντάξιος κάποιου («κατάξιον δ ἐμοῡ», Σοφ.). επίρρ... καταξίως (Α) αντάξια, κατ αξίαν, όπως αξίζει, όπως πρέπει σε κάποιον («τοὺς αἰτιους τῆς ἀποστάσεως… …

    Dictionary of Greek

  • 4PYTHAGORAS — I. PYTHAGORAS Euagorae filius, Diodor. l. 15. f. 460. recuperavit paternum regnum et bellô Persicô stetit a partibus Alexandri, Qu. Curt. l. 4. c. 3. II. PYTHAGORAS Exoletus, cui Nero, in modum sollemninium coniugiroum, denupsit, C. Lecaniô, M.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5επεισκωμάζω — ἐπεισκωμάζω (Α) 1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.) 2. κάνω επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»] …

    Dictionary of Greek