τοὐφειλόμενον

  • 1τοὐφειλόμενον — ὀφειλόμενον , ὀφείλω IG pres part mp masc acc sg ὀφειλόμενον , ὀφείλω IG pres part mp neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …

    Dictionary of Greek