τοὐρανοῦ

  • 1τουρανού — Α κράση αντί τοῡ οὐρανοῡ …

    Dictionary of Greek

  • 2τοὐρανοῦ — ὀρανοῦ , οὐρανός heaven masc gen sg (aeolic) οὐρανοῦ , οὐρανός heaven masc gen sg οὐρανοῦ , οὐρανόω remove to heaven imperf ind mp 2nd sg οὐρανοῦ , οὐρανόω remove to heaven pres imperat mp 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3τοὐράνου — ἐράνου , ἔρανος meal to which each contributed his share masc gen sg οὐράνου , οὐρανόω remove to heaven imperf ind act 3rd sg οὐράνου , οὐρανόω remove to heaven pres imperat act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …

    Dictionary of Greek

  • 5κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… …

    Dictionary of Greek