τούτῳ ϑεοῦ μάντευμα κοινῶσαι ϑέλω

  • 1μάντευμα — και μάντεμα, το (AM μάντευμα) [μαντεύω] η απάντηση τού μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2κοινώ — κοινῶ, όω (Α) [κοινός] 1. κάνω γνωστό σε κάποιον κάτι, κοινοποιώ, μεταδίδω σε κάποιον κάτι, γνωστοποιώ, ανακοινώνω σε κάποιον κάτι (α. «τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», Πίνδ.) 2. κάνω κάποιον μέτοχο ενός… …

    Dictionary of Greek