του φωτός

  • 51φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …

    Dictionary of Greek

  • 52Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …

    Dictionary of Greek

  • 53ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …

    Dictionary of Greek

  • 54Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …

    Dictionary of Greek

  • 55Πειραματικές επιβεβαιώσεις των θεωριών — Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε είναι φαινομενικά παράδοξα και φαίνονται αντίθετα προς την καθημερινή εμπειρία μας: το μήκος ενός αντικείμενου δε φαίνεται να αλλάζει αν μετρηθεί τη μια φορά ακίνητο και την άλλη φορά σε κίνηση ούτε η διάρκεια …

    Dictionary of Greek

  • 56Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… …

    Dictionary of Greek

  • 57μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …

    Dictionary of Greek

  • 58ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …

    Dictionary of Greek

  • 59Ρέμπραντ, Χάμερσον βαν Ρέιν — (Rembrandt, Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 17ου αι. Ήταν μαθητής του Σβάνενμπουργκ και για ένα μικρό χρονικό διάστημα (μεταξύ 1623 και 1624) του Λάστμαν στο… …

    Dictionary of Greek

  • 60κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …

    Dictionary of Greek