του φωτός

  • 101ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… …

    Dictionary of Greek

  • 102αλβέδο ή αλμπέντο — (albedo). Το ποσοστό τοις εκατό της ακτινοβόλου ενέργειας που ανακλάται ή διαχέεται από την επιφάνεια ενός ετερόφωτου σώματος. Λέγεται και λευκάγεια. Το α. του μαύρου σώματος, που όπως είναι γνωστό απορροφά όλες τις ακτινοβολίες, είναι 0, ενώ του …

    Dictionary of Greek

  • 103Πισαρό, Καμίγ — (Pissarro, Σεν Τομά, Αντίγ 1830 – Παρίσι 1903). Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, συνδέθηκε από το 1855 και ακολούθησε τις συμβουλές του Κορό, καλλιτέχνη για τον oποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 104τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… …

    Dictionary of Greek

  • 105Μπριούστερ, Ντέιβιντ — (Sir David Brewster, Τζέντμπουργκ 1781 – Άλερμπι 1868). Σκοτσέζος φυσικός. Μελέτησε την απορρόφηση, την πόλωση και την ανάκλαση του φωτός και διατύπωσε τον νόμο που διέπει την πόλωση του φωτός από ανάκλαση. Ο νόμος αυτός ορίζει ότι η πόλωση του… …

    Dictionary of Greek

  • 106αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …

    Dictionary of Greek

  • 107μαύρες τρύπες — (Αστρον.). Αντικείμενο, η μάζα του οποίου είναι συγκεντρωμένη σε πολύ περιορισμένη περιοχή ώστε η ταχύτητα διαφυγής από αυτό να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Εικάζεται ότι όταν ένα άστρο εξαντλήσει τα πυρηνικά του καύσιμα, η πίεση… …

    Dictionary of Greek

  • 108Σινιάκ, Πωλ — (Signac). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1863 1935). Θαυμαστής των εμπρεσιονιστών, στην αρχή επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το Μονέ. Το 1884 ίδρυσε, μαζί με τον Ανρί Εντμόν Κρος κ.ά., την Εταιρεία των Ανεξάρτητων (της οποίας έγινε πρόεδρος το 1908), όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 109σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 110ВИЗАНТИЙ — [Визант; греч. Βυζάντιος, Βύζας], визант. гимнограф. Этим именем надписаны в Минеях ряд самогласных стихир. Как творения В. (Βυζαντίου) в греч. печатных Минеях обозначены самогласны след. служб: индикта (1 сент., на «Господи, воззвах», на «И… …

    Православная энциклопедия