του διαστήματος

  • 51Βαν Άλεν, Τζέιμς Άλφρεντ — (James Alfred Van Allen, 1914 –). Αμερικανός φυσικός. Έγινε διάσημος επειδή ανακάλυψε τις περιοχές ακτινοβολίας που είναι γνωστές ως ζώνες ακτινοβολίας Β.Ά. Πήρε το διδακτορικό του από το κρατικό πανεπιστήμιο της Αϊόβα των ΗΠΑ. Στη συνέχεια,… …

    Dictionary of Greek

  • 52πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… …

    Dictionary of Greek

  • 53τηλεχειρισμός — Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για… …

    Dictionary of Greek

  • 54λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι …

    Dictionary of Greek

  • 55ΝΑΣΑ — Οργανισμός των ΗΠΑ, που συντονίζει και διευθύνει όλες τις κρατικές έρευνες στο διάστημα. Ο όρος ΝΑΣΑ προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων National Aeronautics and Space Administration που σημαίνει εθνική αεροναυτική και διαστημική υπηρεσία.… …

    Dictionary of Greek

  • 56κατάκτηση — η (AM κατάκτησις) [κατακτῶμαι] 1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση τού πλούτου» β. «η κατάκτηση τού διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.) 2. η επιβολή δύναμης με… …

    Dictionary of Greek

  • 57Αιγηίδα — Ενιαία μάζα ξηράς η οποία κάλυπτε το Αιγαίο πέλαγος και μεγάλο μέρος της σημερινής χερσαίας Ελλάδας μέχρι πριν από περίπου 2.000.000 χρόνια. Η Α. επέτρεπε τη χερσαία επικοινωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη σημερινή Μικρά Ασία, γεγονός που εξηγεί… …

    Dictionary of Greek

  • 58κοσμική σκόνη — Εξωγήινα σωματίδια που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του Διαστήματος. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από ελάχιστο έως εκείνο των μεγάλων μετεωριτών. Τα σωματίδια αυτά βρίσκονται επίσης στους κρατήρες που υπάρχουν πάνω στις επιφάνειες της Σελήνης… …

    Dictionary of Greek

  • 59βιοαστροναυτική — Κλάδος της αστροναυτικής, που εξετάζει τις συνθήκες του διαστήματος, τη διαφορά τους από εκείνες της επιφάνειας της Γης και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσαν να επιζήσουν στο διάστημα ζωντανοί οργανισμοί, και κυρίως ο άνθρωπος. * * * η …

    Dictionary of Greek

  • 60κοσμολογικός — ή, υ (Α κοσμολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία, κοσμογονικός νεοελλ. φρ. «κοσμολογική ακτινοβολία» αστρον. ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης που προέρχεται από όλες τις διευθύνσεις τού διαστήματος και η προέλευσή της …

    Dictionary of Greek